ορνιθόφιλος

ορνιθόφιλος
-η, -ο
1. αυτός που αγαπά τις όρνιθες και, γενικά, τα πτηνά
2. όρος που χαρακτηρίζει άνθη στα οποία η επικονίαση γίνεται από πτηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ornithophilous (< ὄρνις, -ιθος + φίλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ορνιθοφιλία — η [ορνιθόφιλος] 1. η αγάπη για τις όρνιθες και, γενικά, για τα πτηνά 2. επικονίαση φυτών από πτηνά …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”