- ορνιθόφιλος
- -η, -ο1. αυτός που αγαπά τις όρνιθες και, γενικά, τα πτηνά2. όρος που χαρακτηρίζει άνθη στα οποία η επικονίαση γίνεται από πτηνά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ornithophilous (< ὄρνις, -ιθος + φίλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.